πάφιλας

πάφιλας
ο
(από λ. τουρκ. pafla = μικρή μεταλλική πλάκα), μικρό έλασμα από ορείχαλκο (μπρούντζο).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πάφιλας — και πάφυλλας και πάφ(ι)λος και μπάφιλος, ο 1. τεχνολ. λεπτό έλασμα από ορείχαλκο 2. (κατ επέκτ.) κάθε ορειχάλκινο έλασμα 3. ο ορείχαλκος 4. αντικείμενο με πολύ μικρό πάχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μια άποψη, η λ. έχει προέλθει από συμφυρμό τού τουρκ. pafta …   Dictionary of Greek

  • πάφυλλας — ο βλ. πάφιλας …   Dictionary of Greek

  • παφίλι — και παφύλλι και μπαφίλι, το [πάφιλας] 1. τεχνολ. μικρό τεμάχιο από ορείχαλκο 2. ορειχάλκινο κόσμημα στο κοντάκι ή σε άλλα ξύλινα τμήματα τών παλαιών όπλων 3. ορειχάλκινο δοχείο κρασιού χωρητικότητας 100 δραμιών, το κατοστάρι, το κατοσταράκι …   Dictionary of Greek

  • παφιλένιος — και παφυλλένιος και μπαφιλένιος ια, ιο [πάφιλας] 1. ο κατασκευασμένος από πάφιλα, ο ορειχάλκινος 2. συνεκδ. αυτός που έχει μικρή αξία, ο ευτελής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”